ὀσφρητική

ὀσφρητική
ὀσφρητικός
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οσφραντικότητα — η [οσφραντικός] η ικανότητα τής όσφρησης, η οσφρητική οξύτητα …   Dictionary of Greek

  • ρινοφόρο — το, και ρινοφόρος, ο, Ν ζωολ. όργανο τού αισθητηρίου επιθηλίου ορισμένων μαλακίων που, συνήθως, απαντά στους πλοκάμους και πιστεύεται ότι η λειτουργία του είναι οσφρητική. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. rhinophore (< ῥίς, ῥινός + φόρος*)] …   Dictionary of Greek

  • τρόπιδα — η / τρόπις, ιδος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρόπις Ν, τ. γεν. και εως και ιων. τ. γεν. ιος, Α ισχυρή δοκός που αποτελεί το κατώτατο τμήμα τού σκελετού τών πλοίων και εκτείνεται από την πλώρη μέχρι την πρύμνη, κν. καρένα ή καρίνα νεοελλ. 1. ζωολ. λεπτή… …   Dictionary of Greek

  • υπεροσμία — η, Ν ιατρ. οσφρητική υπεραισθησία, στο πλαίσιο, συνήθως, υπερδιεγερσιμότητας τού νευρικού συστήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperosme < υπερ * + οσμή + κατάλ. ία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”